- ὀκτωκαιεικοσαπλασίων
- ὀκτωκαιεικοσαπλᾰσίων, ον, gen. ονος,A twenty-eight-fold, Placit.2.20.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκτωκαιεικοσαπλασίων — ὀκτωκαιεικοσαπλασίων, ον (Α) αυτός που είναι είκοσι οκτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + καὶ + εἴκοσι + πλασίων (< πλάσιος*), πρβλ. οκτωκαιδεκαπλασίων] … Dictionary of Greek
ὀκτωκαιεικοσαπλασίονα — ὀκτωκαιεικοσαπλασίων twenty eight fold neut nom/voc/acc pl ὀκτωκαιεικοσαπλασίων twenty eight fold masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)